- μωρολογία
- глупые речи
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μωρολογία — μωρολογίᾱ , μωρολογία silly talk fem nom/voc/acc dual μωρολογίᾱ , μωρολογία silly talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολογίᾳ — μωρολογίαι , μωρολογία silly talk fem nom/voc pl μωρολογίᾱͅ , μωρολογία silly talk fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολογία — η (ΑΜ μωρολογία) [μωρολογώ] ανόητος λόγος, ανοητολογία κουταμάρα («τὰ δὲ μεγάλα καὶ ἐπανεστηκότα μωρολογίας καὶ ἀδολεσχίας», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
μωρολογία — η ανόητη κουβέντα, μωρολόγημα: Η συνεδρίαση συνεχίστηκε με μωρολογίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μωρολογίας — μωρολογίᾱς , μωρολογία silly talk fem acc pl μωρολογίᾱς , μωρολογία silly talk fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολογίαι — μωρολογία silly talk fem nom/voc pl μωρολογίᾱͅ , μωρολογία silly talk fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολογίαν — μωρολογίᾱν , μωρολογία silly talk fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολογιῶν — μωρολογία silly talk fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρολογίαις — μωρολογία silly talk fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Morologie — Das Wort Morologie (altgriech. μωρολογία morologia, zusammengesetzt aus μωρία moria „Torheit“ und λόγος logos „Wort, Rede, Lehre“) ist im Epheserbrief (5,4) überliefert und wird dort meist mit Unsinnreden oder albernes Geschwätz übersetzt.… … Deutsch Wikipedia
боуѥсловиѥ — БОУѤСЛОВИ|Ѥ (1*), ˫А с. Действие по гл. боуѥсловити: первое же бѩше мытарьство оболгание •в҃•е ||=мытарьство оклеветание... •з҃•е. буесловие и срамословье. ПрЮр XIV, 202а б; μωρολογία Вост., I, 32 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)